ανοσοποιήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
ανοσοποιήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος ανοσοποιώ
- θα ανοσοποιήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος ανοσοποιώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ανοσοποιήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανοσοποίηση