ανταύγεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανταύγεια < αρχαία ελληνική ἀνταύγεια (και ἀνταυγία) < ἀντί + αὐγή
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανταύγεια θηλυκό
- η αντανάκλαση του φωτός
- ※ Το μόνο φως που έπεφτ' εκεί μέσα, ήταν μια αλλόκοτη ανταύγεια, σαν του φεγγαριού -αλλά ενός φεγγαριού κοκκινωπού, που κόντευε να δύσει. (Ναπολέων Λαπαθιώτης Το κρανίο [διήγημα])
- (κομμωτική) η τούφα στα μαλλιά, πιο ανοιχτόχρωμη από τα υπόλοιπα, συνήθως βαμμένη