αξιοπρεπώς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αξιοπρεπώς < (ελληνιστική κοινή) ἀξιοπρεπῶς < αρχαία ελληνική ἀξιοπρεπής
Επίρρημα[επεξεργασία]
αξιοπρεπώς
Δείτε επίσης : ἀξιοπρεπῶς, αξιόπρεπος |
αξιοπρεπώς