απαρχαιώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.paɾ.çeˈo.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐παρ‐χαι‐ώ‐νο‐μαι

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

απαρχαιώνομαι