αποδεκατίζομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.po.ðe.kaˈti.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐δε‐κα‐τί‐ζο‐μαι
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]αποδεκατίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος αποδεκατίζω