αποκαρδιώσεις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

αποκαρδιώσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκαρδιώνω
  2. θα αποκαρδιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκαρδιώνω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

[επεξεργασία]

αποκαρδιώσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποκαρδίωση