αποκαρδιώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αποκαρδιώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αποκαρδιώνω
- θα αποκαρδιώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αποκαρδιώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αποκαρδιώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αποκαρδίωση