απολησμονημένου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής[επεξεργασία]
απολησμονημένου
- γενική ενικού, αρσενικού γένους του απολησμονημένος
- γενική ενικού, ουδέτερου γένους του απολησμονημένος