απολογητική
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]απολογητική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του απολογητικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]απολογητική θηλυκό
- Το τμήμα της διαλεκτικής που έχει σκοπό την υπεράσπιση της αλήθειας.