απονομιμοποιώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απονομιμοποιώ < απο- + νομιμοποιώ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /a.po.no.mi.mo.piˈo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πο‐νο‐μι‐μο‐ποι‐ώ

Ρήμα[επεξεργασία]

απονομιμοποιώ (παθητική φωνή: απονομιμοποιούμαι)

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]