απονομιμοποιώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- απονομιμοποιώ < απο- + νομιμοποιώ
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.po.no.mi.mo.piˈo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐πο‐νο‐μι‐μο‐ποι‐ώ
Ρήμα
[επεξεργασία]απονομιμοποιώ (παθητική φωνή: απονομιμοποιούμαι)
- (νεολογισμός) αίρω τη νομιμοποίηση
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | απονομιμοποιώ | απονομιμοποιούσα | θα απονομιμοποιώ | να απονομιμοποιώ | απονομιμοποιώντας | |
β' ενικ. | απονομιμοποιείς | απονομιμοποιούσες | θα απονομιμοποιείς | να απονομιμοποιείς | (απονομιμοποίει) | |
γ' ενικ. | απονομιμοποιεί | απονομιμοποιούσε | θα απονομιμοποιεί | να απονομιμοποιεί | ||
α' πληθ. | απονομιμοποιούμε | απονομιμοποιούσαμε | θα απονομιμοποιούμε | να απονομιμοποιούμε | ||
β' πληθ. | απονομιμοποιείτε | απονομιμοποιούσατε | θα απονομιμοποιείτε | να απονομιμοποιείτε | απονομιμοποιείτε | |
γ' πληθ. | απονομιμοποιούν(ε) | απονομιμοποιούσαν(ε) | θα απονομιμοποιούν(ε) | να απονομιμοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | απονομιμοποίησα | θα απονομιμοποιήσω | να απονομιμοποιήσω | απονομιμοποιήσει | ||
β' ενικ. | απονομιμοποίησες | θα απονομιμοποιήσεις | να απονομιμοποιήσεις | απονομιμοποίησε | ||
γ' ενικ. | απονομιμοποίησε | θα απονομιμοποιήσει | να απονομιμοποιήσει | |||
α' πληθ. | απονομιμοποιήσαμε | θα απονομιμοποιήσουμε | να απονομιμοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | απονομιμοποιήσατε | θα απονομιμοποιήσετε | να απονομιμοποιήσετε | απονομιμοποιήστε | ||
γ' πληθ. | απονομιμοποίησαν απονομιμοποιήσαν(ε) |
θα απονομιμοποιήσουν(ε) | να απονομιμοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω απονομιμοποιήσει | είχα απονομιμοποιήσει | θα έχω απονομιμοποιήσει | να έχω απονομιμοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις απονομιμοποιήσει | είχες απονομιμοποιήσει | θα έχεις απονομιμοποιήσει | να έχεις απονομιμοποιήσει | ||
γ' ενικ. | έχει απονομιμοποιήσει | είχε απονομιμοποιήσει | θα έχει απονομιμοποιήσει | να έχει απονομιμοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε απονομιμοποιήσει | είχαμε απονομιμοποιήσει | θα έχουμε απονομιμοποιήσει | να έχουμε απονομιμοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε απονομιμοποιήσει | είχατε απονομιμοποιήσει | θα έχετε απονομιμοποιήσει | να έχετε απονομιμοποιήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν απονομιμοποιήσει | είχαν απονομιμοποιήσει | θα έχουν απονομιμοποιήσει | να έχουν απονομιμοποιήσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] απονομιμοποιώ