αποτρόπαια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποτρόπαια < αποτρόπαιος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
αποτρόπαια
- με αποτρόπαιο τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αποτρόπαια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αποτρόπαιος