αριστερόχειρες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αριστερόχειρες αρσενικό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αριστερόχειρας
αριστερόχειρες αρσενικό