αστερωτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
αστερωτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αστερωτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αστερωτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αστερωτό