ατελιέ
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ατελιέ < απροσάρμοστο (άμεσο δάνειο) γαλλική atelier
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ατελιέ ουδέτερο άκλιτο
- (τέχνη) εργαστήριο ζωγράφου, γλύπτη ή άλλου καλλιτέχνη
- ⮡ περνά όλη τη μέρα του μέσα στο ατελιέ, ζωγραφίζοντας πρόσωπα γυναικών
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Τέχνες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)