αυθωρί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυθωρί < ελληνιστικά επιρρήματα αὐθωρί και αὐθωρεί και αὐθωρόν < επίθετο αὐθωρός (που συμβαίνει αυτή την ώρα)
Επίρρημα[επεξεργασία]
αυθωρί και αυθωρεί
- αμέσως. Άλλη γραφή του ελληνιστικού επιρρήματος αὐθωρεί. Πιο συνηθισμένο με την ορθογραφία αυθωρεί. Απαντάται στη νεοελληνική κυρίως στο πλαίσιο φράσης (: "αυθωρεί/αυθωρί και παραχρήμα)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυθωρί