αυστηρά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]αυστηρά < αυστηρός
Επίρρημα
[επεξεργασία]αυστηρά
- με αυστηρό τρόπο, με αυστηρότητα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αυστηρά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]αυστηρά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αυστηρό