αυτοδικαίως
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοδικαίως < αυτοδίκαιος + -ως
Επίρρημα[επεξεργασία]
αυτοδικαίως
- (νομικός όρος) δικαιωματικά, χωρίς άλλη ενέργεια, το να επέρχονται έννομα αποτελέσματα, χωρίς να απαιτείται η δήλωση της βούλησης του ενδιαφερομένου ή τρίτου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοδικαίως
|