αυτομολήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
αυτομολήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος αυτομολώ
- θα αυτομολήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος αυτομολώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
αυτομολήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αυτομόληση