αυτοτέστ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αυτοτέστ < αυτο- + τεστ ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική self-test)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /a.fto.ˈtest/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αυ‐το‐τέστ
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
αυτοτέστ ουδέτερο άκλιτο
- (νεολογισμός, σπάνιο, κορονοϊός) το σελφ τεστ
- ※ Είδα κάπου τον όρο «αυτοδιαγνωστικό τεστ» αλλά, κατά τη γνώμη μου, αν θέλουμε έναν όρο που να έχει πιθανότητες επικράτησης χρειαζόμαστε κάτι πιο σύντομο. Γιατί όχι «αυτοτέστ»; Νομίζω πως είναι η προφανής απόδοση -εξάλλου, όπως είπα, η λέξη «τεστ» είναι πια ελληνική.
- Νίκος Σαραντάκος, «Σελφ τεστ», ιστολόγιο: Οι λέξεις έχουν τη δική τους ιστορία (sarantakos.wordpress.com), 29 Μαρτίου 2021· πρόσβαση: 2022-01-21.
- ※ Είδα κάπου τον όρο «αυτοδιαγνωστικό τεστ» αλλά, κατά τη γνώμη μου, αν θέλουμε έναν όρο που να έχει πιθανότητες επικράτησης χρειαζόμαστε κάτι πιο σύντομο. Γιατί όχι «αυτοτέστ»; Νομίζω πως είναι η προφανής απόδοση -εξάλλου, όπως είπα, η λέξη «τεστ» είναι πια ελληνική.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αυτοτέστ
|
Κατηγορίες:
- Λέξεις με πρόθημα αυτο- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Κορονοϊός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)