αφιλάνθρωπα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αφιλάνθρωπα < αφιλάνθρωπος + -α
Επίρρημα[επεξεργασία]
αφιλάνθρωπα
- με αφιλάνθρωπο τρόπο
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αφιλάνθρωπα
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αφιλάνθρωπα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αφιλάνθρωπος