αχολογώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αχολογώ < αχός + -ο- + -λογώ

Ρήμα[επεξεργασία]

αχολογώ

  1. (λογοτεχνικό) παράγω αχό
  2. (λογοτεχνικό) αντηχώ, αντιλαλώ
    ※  Τη νύχτα έφεγγαν μεγάλες φωτιές γύρω στο Μοναστήρι και σ' όλο τον κάμπο, και αχολογούσαν βρόντοι τουφεκιών και άλλες ταραχές. (Ίων Δραγούμης (1914) Σώνουν οι μάρτυρες! [διήγημα])

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]