sound

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

παραθετικά
θετικός sound
συγκριτικός sounder
υπερθετικός soundest

sound (en)

  1. υγιής, αβλαβής
    he is safe and sound - είναι σώος και αβλαβής
  2. ολοκληρωμένος, στέρεος, ασφαλής
  3. (για ύπνο) βαθύς, αδιατάρακτος
  4. ισχυρός, δυνατός, βαρύς
    a sound beating
  5. (νομικός όρος) έγκυρος, με νομική ισχύ
    a sound title of property
  6. αιτιακά πλήρης

Παράγωγα[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
sound sounds

sound (en)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας sound
γ΄ ενικό ενεστώτα sounds
αόριστος sounded
παθητική μετοχή sounded
ενεργητική μετοχή sounding

sound (en)

  • ακούγομαι, δίνει ειδική εντύπωση όταν ακούγεται ή διαβάζεται
    That sounds interesting/funny/strange.
    Αυτό ακούγεται ενδιαφέρον/αστείο/παράξενο.

Πηγές[επεξεργασία]