sound
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
sound (en)
- υγιής, αβλαβής
- he is safe and sound - είναι σώος και αβλαβής
- ολοκληρωμένος, στέρεος, ασφαλής
- (για ύπνο) βαθύς, αδιατάρακτος
- ισχυρός, δυνατός, βαρύς
- a sound beating
- (νομικός όρος) έγκυρος, με νομική ισχύ
- a sound title of property
- αιτιακά πλήρης
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sound (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
sound (en)