clatter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας clatter
γ΄ ενικό ενεστώτα clatters
αόριστος clattered
παθητική μετοχή clattered
ενεργητική μετοχή clattering

Ρήμα[επεξεργασία]

clatter (en)

  • κουδουνίζω, δύο αντικείμενα χτυπιούνται μεταξύ τους και κάνουν δυνατό θόρυβο
    The glassware clattered on the shelf.
    Κουδουνίζανε τα γυαλικά στο ράφι.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη sound

Πηγές[επεξεργασία]