clink

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
clink clinks

clink (en)

  1. το κουδούνισμα
    the clink of the glasses - το κουδούνισμα ποτηριών
     συνώνυμα: clinking
  2. (αργκό) η στενή, η μπουζού, η φυλακή
    He did two years in the clink.
    Έκανε δυο χρόνια στη στενή.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη jail
ενεστώτας clink
γ΄ ενικό ενεστώτα clinks
αόριστος clinked
παθητική μετοχή clinked
ενεργητική μετοχή clinking

clink (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη sound