clink
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
clink | clinks |
clink (en)
- το κουδούνισμα
- (αργκό) η στενή, η μπουζού, η φυλακή
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | clink |
γ΄ ενικό ενεστώτα | clinks |
αόριστος | clinked |
παθητική μετοχή | clinked |
ενεργητική μετοχή | clinking |
clink (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κουδουνίζω, κάνω κάτι να κάνει έναν δυνατό ήχο κουδουνίσματος, όπως αυτό των ποτηριών που χτυπούν το ένα το άλλο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη sound
Πηγές
[επεξεργασία]- clink (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- clink (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 470-471. ISBN 9780194325684., λήμμα: κουδουνίζω