Μετάβαση στο περιεχόμενο

jingle

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
jingle jingles

jingle (en)

  1. (μόνο ενικός) το κουδούνισμα
      the jingle of the keys - το κουδούνισμα των κλειδιών
     συνώνυμα: jingling
  2. το διαφημιστικό τραγουδάκι
      I wrote a song which they’re thinking of using as a jingle.
    Έγραψα ένα τραγούδι που σκέφτονται να χρησιμοποιήσουν ως διαφημιστικό τραγουδάκι.
ενεστώτας jingle
γ΄ ενικό ενεστώτα jingles
αόριστος jingled
παθητική μετοχή jingled
ενεργητική μετοχή jingling

jingle (en)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη sound