αψιώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αψιώνω < λείπει η ετυμολογία

αψιώνω

  • (κεφαλονίτικο ιδίωμα)
  1. ζεσταίνομαι
  2. ανάβω από θυμό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]