αψιώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αψιώνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

αψιώνω

  • (κεφαλονίτικο ιδίωμα)
  1. ζεσταίνομαι
  2. ανάβω από θυμό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]