αψιώνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αψιώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
αψιώνω
- (κεφαλονίτικο ιδίωμα)
- ζεσταίνομαι
- ανάβω από θυμό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αψιώνω
|