αψιώνω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αψιώνω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]αψιώνω
- (κεφαλονίτικο ιδίωμα)
- ζεσταίνομαι
- ανάβω από θυμό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αψιώνω
|