βαθμοθετήσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
βαθμοθετήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος βαθμοθετώ
- θα βαθμοθετήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος βαθμοθετώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
βαθμοθετήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του βαθμοθέτηση