βαθμοθετώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /va.θmo.θeˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βα‐θμο‐θε‐τώ
Ρήμα
[επεξεργασία]βαθμοθετώ
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βαθμοθετώ | βαθμοθετούσα | θα βαθμοθετώ | να βαθμοθετώ | βαθμοθετώντας | |
β' ενικ. | βαθμοθετείς | βαθμοθετούσες | θα βαθμοθετείς | να βαθμοθετείς | (βαθμοθέτει) | |
γ' ενικ. | βαθμοθετεί | βαθμοθετούσε | θα βαθμοθετεί | να βαθμοθετεί | ||
α' πληθ. | βαθμοθετούμε | βαθμοθετούσαμε | θα βαθμοθετούμε | να βαθμοθετούμε | ||
β' πληθ. | βαθμοθετείτε | βαθμοθετούσατε | θα βαθμοθετείτε | να βαθμοθετείτε | βαθμοθετείτε | |
γ' πληθ. | βαθμοθετούν(ε) | βαθμοθετούσαν(ε) | θα βαθμοθετούν(ε) | να βαθμοθετούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βαθμοθέτησα | θα βαθμοθετήσω | να βαθμοθετήσω | βαθμοθετήσει | ||
β' ενικ. | βαθμοθέτησες | θα βαθμοθετήσεις | να βαθμοθετήσεις | βαθμοθέτησε | ||
γ' ενικ. | βαθμοθέτησε | θα βαθμοθετήσει | να βαθμοθετήσει | |||
α' πληθ. | βαθμοθετήσαμε | θα βαθμοθετήσουμε | να βαθμοθετήσουμε | |||
β' πληθ. | βαθμοθετήσατε | θα βαθμοθετήσετε | να βαθμοθετήσετε | βαθμοθετήστε | ||
γ' πληθ. | βαθμοθέτησαν βαθμοθετήσαν(ε) |
θα βαθμοθετήσουν(ε) | να βαθμοθετήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω βαθμοθετήσει | είχα βαθμοθετήσει | θα έχω βαθμοθετήσει | να έχω βαθμοθετήσει | ||
β' ενικ. | έχεις βαθμοθετήσει | είχες βαθμοθετήσει | θα έχεις βαθμοθετήσει | να έχεις βαθμοθετήσει | ||
γ' ενικ. | έχει βαθμοθετήσει | είχε βαθμοθετήσει | θα έχει βαθμοθετήσει | να έχει βαθμοθετήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε βαθμοθετήσει | είχαμε βαθμοθετήσει | θα έχουμε βαθμοθετήσει | να έχουμε βαθμοθετήσει | ||
β' πληθ. | έχετε βαθμοθετήσει | είχατε βαθμοθετήσει | θα έχετε βαθμοθετήσει | να έχετε βαθμοθετήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν βαθμοθετήσει | είχαν βαθμοθετήσει | θα έχουν βαθμοθετήσει | να έχουν βαθμοθετήσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βαθμοθετώ
→ δείτε τη λέξη βαθμολογώ |
Πηγές
[επεξεργασία]- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.