Μετάβαση στο περιεχόμενο

βαθυπώγων

Από Βικιλεξικό

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βαθυπώγων (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική βαθυ- + πώγων

Επίθετο

[επεξεργασία]

βαθυπώγων, -ον γενική -ωνος, ή ουσιαστικό αρσενικό ή θηλυκό