Μετάβαση στο περιεχόμενο

βαναύσως

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βαναύσως (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική βάναυσ(ος) + -ως

Επίρρημα

[επεξεργασία]

βαναύσως