βουρκωμένου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]βουρκωμένου
- γενική ενικού, αρσενικού γένους του βουρκωμένος
- γενική ενικού, ουδέτερου γένους του βουρκωμένος