βρετού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
βρετού ουδέτερο
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
βρετού αρσενικό ή ουδέτερο