βρετού

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Βρετού, Βρεττού, Βρέτου, βρέτου

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

βρετού ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

βρετού αρσενικό ή ουδέτερο

  1. γενική ενικού, αρσενικού γένους του βρετός
  2. γενική ενικού, ουδέτερου γένους (βρετό) του βρετός