βριάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βριάω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
[επεξεργασία]βριάω, μόνο στον ενεστώτα, χωρίς συνηρημένο τύπο (ελλειπτικό ρήμα)
- κάνω κάποιον δυνατό ή γίνομαι δυνατός
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 5
- ῥέα μὲν γὰρ βριάει, ῥέα δὲ βριάοντα χαλέπτει,
- Γιατί εύκολα αυτός δίνει τη δύναμη, μα κι εύκολα τον ισχυρό καταστρέφει,
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- ῥέα μὲν γὰρ βριάει, ῥέα δὲ βριάοντα χαλέπτει,
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Θεογονία, 447 (445-447)
- βουκολίας δὲ βοῶν τε καὶ αἰπόλια πλατέ᾽ αἰγῶν | ποίμνας τ᾽ εἰροπόκων ὀίων, θυμῷ γ᾽ ἐθέλουσα, | ἐξ ὀλίγων βριάει κἀκ πολλῶν μείονα θῆκεν.
- Και τα κοπάδια των βοδιών και τις πλατιές αγέλες των γιδιών | και των πυκνόμαλλων αρνιών τα ποίμνια, αν στην καρδιά το θέλει, | πλήθος τα κάνει από λίγα κι από πολλά τα λιγοστεύει.
- Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
- βουκολίας δὲ βοῶν τε καὶ αἰπόλια πλατέ᾽ αἰγῶν | ποίμνας τ᾽ εἰροπόκων ὀίων, θυμῷ γ᾽ ἐθέλουσα, | ἐξ ὀλίγων βριάει κἀκ πολλῶν μείονα θῆκεν.
- ※ 7ος πκε αιώνας ⌘ Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 5
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- βριάω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βριάω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ρήματα ελλειπτικά (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από τον Ησίοδο (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς συνηρημένο τύπο (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)