γαρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γαρ < αρχαία ελληνική γάρ
Σύνδεσμος[επεξεργασία]
γαρ
- ως αιτιολογικός σύνδεσμος εισάγει νέα πρόταση και παίρνει την έννοια του καθώς είναι.
- Διακριτικός γαρ, αρκέστηκε στη σιωπή.
- ως επεξηγηματικός σύνδεσμος, τίθεται μετά από μία ή περισσότερες λέξεις και σημαίνει δηλαδή.
- στην καθομιλουμένη χρησιμοποιείται κυρίως για να τονίσει την ιδιότητα κάποιου
- Φιλόδοξος γαρ.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- εννοείται και γαρ: εννοείται βεβαίως
- ου γαρ έρχεται μόνον (το γήρας) : δεινόν το γήρας, ου γαρ έρχεται μόνον