γειτνιάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γειτνιάω < γείτων
Ρήμα
[επεξεργασία]γειτνιάω-γειτνιῶ ( και γειτονεύω)
- είμαι γείτονας, είμαι διπλανός
- (μεταφορικά) αγγίζω τα όρια από κάτι, μοιάζω