γκάργκανος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκάργκανος < αρχαία ελληνική κάγκανος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο[επεξεργασία]

γκάργκανος

  • ξερός, κατάξερος, συνήθως σε χρήση στο ουδέτερο: γκάργκανο
    ※  ἠκάηνε τὸ ψωμὶ τσαὶ γίνηνε γκάργκανο (Ανδριακά Χρονικά, τόμ. 4-6, σελ. 147, 1951)
    ※  Βέβαια, εγώ είμαι κι από αυτούς που ψήνουν μπιφτέκια στο φούρνο (γιατί όποτε δοκίμασα να τα κάνω στο τηγάνι έγιναν γκάργκανο απέξω και άψητα εσωτερικά) (σχόλιο 10/11/2018 στο Ψάχνοντας τα τέλεια Μπιφτέκια (και τα 5 μυστικά τους) [1])
    ※  Την αγαπώ από την πρώτη ματιά! Βέβαια θα την φτιάξω λίγο λιγότερο ψημένη αλλά με μπόλικο μπλε τυρί όπως τη βλέπω! / Ε ναι δεν χρειάζεται να την κάνεις γκάργκανο σαν τη δικιά μου! (σχόλιο 2/11/2015 στο Scrambled Eggs με blue cheese craftcooklove.gr [2])

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Ανδριακά Χρονικά, τόμ. 4-6, σελ. 147, 1951