γκαργκανιασμένος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γκαργκανιασμένος η γκαργκανιασμένη το γκαργκανιασμένο
      γενική του γκαργκανιασμένου της γκαργκανιασμένης του γκαργκανιασμένου
    αιτιατική τον γκαργκανιασμένο την γκαργκανιασμένη το γκαργκανιασμένο
     κλητική γκαργκανιασμένε γκαργκανιασμένη γκαργκανιασμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γκαργκανιασμένοι οι γκαργκανιασμένες τα γκαργκανιασμένα
      γενική των γκαργκανιασμένων των γκαργκανιασμένων των γκαργκανιασμένων
    αιτιατική τους γκαργκανιασμένους τις γκαργκανιασμένες τα γκαργκανιασμένα
     κλητική γκαργκανιασμένοι γκαργκανιασμένες γκαργκανιασμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκαργκανιασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γκαργκανιάζω

Μετοχή[επεξεργασία]

γκαργκανιασμένος, -η, -ο

  • (σπάνιο) ξεραμένος, σχεδόν καμένος
    ※  Χαμογελάει συγκαταβατικά ο ταπεινός φύλακας του ήλιου γκαργκανιασμένος (Πάνος Ζέρβας, Σφηνάκια, Αυτοέκδοση, 2022 [1])
    ※  Οι βροχές φέτος άργησαν πολύ, ήρθαν και ξεδίψασαν τη γκαργκανιασμένη γη (Ηλία Πολέμη, Ικαριώτικες Χιονοσταλίδες … ή μήπως τα “edelweiss” του Αιγαίου;, androsroutes.gr, [2])

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]