γκανιάν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γκανιάν < (λόγιο δάνειο) γαλλική gagnant[1]
Επίθετο
[επεξεργασία]γκανιάν άκλιτο
- (στις ιπποδρομίες) άλογο που θεωρείται φαβορί για μια κούρσα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γκανιάν
|
- ↑ γκανιάν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας