γκανιάν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκανιάν < (λόγιο δάνειο) γαλλική gagnant[1]

Επίθετο[επεξεργασία]

γκανιάν άκλιτο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]