γλυκοκοιτάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γλυκοκοιτάζω < γλυκά + κοιτάζω

Ρήμα[επεξεργασία]

γλυκοκοιτάζω

  1. κοιτάζω κάτι ή κάποιον επιθυμώντας να το αποκτήσω (αναφέρεται συνήθως στην ερωτική προσέγγιση)
    γλυκοίταζε τη γυναίκα του γείτονα και στο τέλος βρήκε τον μπελά του

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]