γλυκοκοιταγμένων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]γλυκοκοιταγμένων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του γλυκοκοιταγμένος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του γλυκοκοιταγμένος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του γλυκοκοιταγμένος