γομαλάκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γομαλάκα < ιταλική gommalacca

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γομαλάκα θηλυκό

  • ρητίνη που προέρχεται από έντομο που ζει σε κλαδιά δέντρων της Νότιας Αμερικής και χρησιμοποιείται κυρίως σαν βερνίκι

Μεταφράσεις[επεξεργασία]