γομώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
γομώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος γομώνω
- θα γομώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος γομώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
γομώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του γόμωση