γουναίκα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Τσακωνικά (tsd)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γουναίκα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γυναῖκα, αιτιατική ενικού του γυνή & του δωρικού γυνά

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɣuˈne.ka/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γουναίκα θηλυκό

  1. γυναίκα
  2. (οικογένεια) γυναίκα (η σύζυγος)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]