γουναίκα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τσακωνικά (tsd)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γουναίκα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική γυναῖκα, αιτιατική ενικού του γυνή & του δωρικού γυνά
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γουναίκα θηλυκό
- γυναίκα
- (οικογένεια) γυναίκα (η σύζυγος)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικοί τύποι[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- γουναικίτσι
- γουναίτσα (επίρρημα)
- γουναίτσε (επίθετο)
- γουναιτσείο
- γουναιτσίτα (αρσενικό)
- γουναιτσίτ'κο (επίθετο)
Πηγές[επεξεργασία]
- σελ.242.jpg, τόμ.1 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 1ος@academyofathens