Μετάβαση στο περιεχόμενο

γραφεύς

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
γρᾰφευ-
ονομαστική γραφεύς οἱ γραφεῖς - γραφῆς*
      γενική τοῦ γραφέως τῶν γραφέων
      δοτική τῷ γραφεῖ τοῖς γραφεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν γραφέ τοὺς γραφέᾱς
     κλητική ! γραφεῦ γραφεῖς - γραφῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γραφ1 ή γραφεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  γραφέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γραφεύς < γράφ(ω) + -εύς
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: γραφιάς νέα ελληνικά: γραφιάς
νέα ελληνικά: γραφέας

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γραφεύς αρσενικό

  1. (επάγγελμα) γραφέας, αντιγραφέας
  2. (επάγγελμα) ζωγράφος
  3. (επάγγελμα) γραμματέας
  4. (επάγγελμα) συγγραφέας

Συγγενικά

[επεξεργασία]