δένω τον γάιδαρό μου
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δένω τον γάιδαρό μου < → λείπει η ετυμολογία
Έκφραση[επεξεργασία]
δένω τον γάιδαρό μου
- (ειρωνικό) έχω λάβει τα μέτρα μου, δηλ. συμπεριφέρομαι σαν να έχω προνοήσει για κάτι, ενώ, στην ουσία, δεν κάνω τίποτα
- (κατ’ επέκταση) αδιαφορώ για ένα ζήτημα ή ανάγκη προκειμένου να αποφύγω να κάνω κάτι γι' αυτό δια της απουσίας μου ή κρυβόμενος πίσω από κάποιο άλλο πρόσχημα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δένω τον γάιδαρό μου
|