δερβισάδες
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
δερβισάδες ουδέτερο
- (λαϊκότροπο): ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δερβίσης
δερβισάδες ουδέτερο