δημαγωγικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
δημαγωγικά < δημαγωγικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
δημαγωγικά
- με δημαγωγικό τρόπο, προσπαθώντας να παραπλανήσει το λαό με κολακείες κι άλλα παρόμοια μέσα
- ο πρόεδρος του κόμματος δημαγωγικά υποσχέθηκε αυξήσεις στους μισθούς
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δημαγωγικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
δημαγωγικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του δημαγωγικό