δημαρχεύω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δημαρχεύω < δήμαρχ(ος) + -εύω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði.maɾˈçe.vo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δη‐μαρ‐χεύ‐ω
Ρήμα
[επεξεργασία]δημαρχεύω
- εκτελώ χρέη δημάρχου, όταν αυτός απουσιάζει ή δεν υπάρχει
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | δημαρχεύω | δημάρχευα | θα δημαρχεύω | να δημαρχεύω | δημαρχεύοντας | |
β' ενικ. | δημαρχεύεις | δημάρχευες | θα δημαρχεύεις | να δημαρχεύεις | δημάρχευε | |
γ' ενικ. | δημαρχεύει | δημάρχευε | θα δημαρχεύει | να δημαρχεύει | ||
α' πληθ. | δημαρχεύουμε | δημαρχεύαμε | θα δημαρχεύουμε | να δημαρχεύουμε | ||
β' πληθ. | δημαρχεύετε | δημαρχεύατε | θα δημαρχεύετε | να δημαρχεύετε | δημαρχεύετε | |
γ' πληθ. | δημαρχεύουν(ε) | δημάρχευαν δημαρχεύαν(ε) |
θα δημαρχεύουν(ε) | να δημαρχεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δημάρχευσα | θα δημαρχεύσω | να δημαρχεύσω | δημαρχεύσει | ||
β' ενικ. | δημάρχευσες | θα δημαρχεύσεις | να δημαρχεύσεις | δημάρχευσε | ||
γ' ενικ. | δημάρχευσε | θα δημαρχεύσει | να δημαρχεύσει | |||
α' πληθ. | δημαρχεύσαμε | θα δημαρχεύσουμε | να δημαρχεύσουμε | |||
β' πληθ. | δημαρχεύσατε | θα δημαρχεύσετε | να δημαρχεύσετε | δημαρχεύστε | ||
γ' πληθ. | δημάρχευσαν δημαρχεύσαν(ε) |
θα δημαρχεύσουν(ε) | να δημαρχεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω δημαρχεύσει | είχα δημαρχεύσει | θα έχω δημαρχεύσει | να έχω δημαρχεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις δημαρχεύσει | είχες δημαρχεύσει | θα έχεις δημαρχεύσει | να έχεις δημαρχεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει δημαρχεύσει | είχε δημαρχεύσει | θα έχει δημαρχεύσει | να έχει δημαρχεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε δημαρχεύσει | είχαμε δημαρχεύσει | θα έχουμε δημαρχεύσει | να έχουμε δημαρχεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε δημαρχεύσει | είχατε δημαρχεύσει | θα έχετε δημαρχεύσει | να έχετε δημαρχεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν δημαρχεύσει | είχαν δημαρχεύσει | θα έχουν δημαρχεύσει | να έχουν δημαρχεύσει |
|
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δημαρχεύω
|