δημαρχεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δημαρχεύω < δήμαρχ(ος) + -εύω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ði.maɾˈçe.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δη‐μαρ‐χεύ‐ω

δημαρχεύω

  • εκτελώ χρέη δημάρχου, όταν αυτός απουσιάζει ή δεν υπάρχει

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]