δημαρχεύων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δημαρχεύων
δημαρχεύοντας
η δημαρχεύουσα το δημαρχεύον
      γενική του δημαρχεύοντος
δημαρχεύοντα
της δημαρχεύουσας
δημαρχευούσης*
του δημαρχεύοντος
    αιτιατική τον δημαρχεύοντα τη δημαρχεύουσα το δημαρχεύον
     κλητική δημαρχεύων
δημαρχεύοντα
δημαρχεύουσα δημαρχεύον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δημαρχεύοντες οι δημαρχεύουσες τα δημαρχεύοντα
      γενική των δημαρχευόντων των δημαρχευουσών των δημαρχευόντων
    αιτιατική τους δημαρχεύοντες τις δημαρχεύουσες τα δημαρχεύοντα
     κλητική δημαρχεύοντες δημαρχεύουσες δημαρχεύοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
δημαρχεύων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος δημαρχεύω. Και ουσιαστικοποιημένο. Δείτε και το αρχαίο δημαρχέω/δημαρχῶ

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ði.maɾˈçe.von/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δη‐μαρ‐χεύ‐ων
ομόηχο: δημαρχεύον

Μετοχή

[επεξεργασία]

δημαρχεύων, -ουσα, -ον [1]

  1. (λόγιο), που αναπληρώνει τον δήμαρχο, ο εκτελών χρέη δημάρχου
    ⮡  ανέλαβε το θέμα ο δημαρχεύων αντιδήμαρχος, καθώς ο δήμαρχος ήταν άρρωστος
  2. (λόγιο, σπανιότερα) είμαι δήμαρχος, στο διάστημα που είμαι δήμαρχος
    ⮡  το κτίριο θεμελιώθηκε δημαρχεύοντος του Χ

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. δημαρχεύων - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)