διάπλευσις

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διάπλευσις < διαπλέω (κολυμπάω). Μορφολογικά αναλύεται σε διά- + πλεῦσις κατά το αρχαία ελληνική πλέω - πλεῦσις

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διάπλευσις θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις διαπλέω, πλεῦσις και πλέω

Πηγές[επεξεργασία]