διάπλευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διάπλευση | οι | διαπλεύσεις |
γενική | της | διάπλευσης* | των | διαπλεύσεων |
αιτιατική | τη | διάπλευση | τις | διαπλεύσεις |
κλητική | διάπλευση | διαπλεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαπλεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διάπλευση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διαπλέω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διάπλευση
|